- χρύσωσα
- χρύ̱σωσα , χρυσόωmake goldenaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσώνω — χρύσωσα, χρυσώθηκα, χρυσωμένος 1. καλύπτω κάτι με χρυσό, επιχρυσώνω, μαλαματώνω. 2. διακοσμώ κάτι με χρυσό. 3. φρ., «Nα με χρυσώνουν δεν το κάνω», όσο και να με παρακαλέσουν ή όσα χρήματα και να μου προσφέρουν δε θα το κάνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρυσώνω — χρυσώνω, χρύσωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής